ράντιστρο
Смотреть что такое "ράντιστρο" в других словарях:
ράντιστρο(ν) — το, Ν (λειτ.) λειτουργικό σκεύος, συνήθως με τη μορφή σφαιρικής φιάλης και με επίμηκες λεπτό στόμιο, για τον ραντισμό τών πιστών, τού ναού, εικόνων ή τού Επιταφίου, αλλ. βικίο(ν) και κανίο(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντίζω + επίθημα τρον (πρβλ. άγκισ… … Dictionary of Greek
αγιαστούρα — Δεσμίδα από βασιλικό με την οποία ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς κατά τον αγιασμό. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, αντί για α. χρησιμοποιούν ασημένιο ράντιστρο με τρύπες, πιθανόν κατάλοιπο της φραγκοκρατίας. Α. λέγεται επίσης και το μεταλλικό… … Dictionary of Greek